συμποσιακός

συμποσιακός
η , ό[ν]
1) пиршественный, застольный; 2) компанейский, любящий выпить и поесть с друзьями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμποσιακός" в других словарях:

  • συμποσιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακός — ή, ό / συμποσιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει στο συμπόσιο και στους συμποσιαστές («λόγους συμποσιακούς», Πλούτ.). επίρρ... συμποσιακῶς Α όπως ταιριάζει σε συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + κατάλ. ακός (πρβλ. ἰχθυ ακός)] …   Dictionary of Greek

  • συμποσιακά — συμποσιακός of neut nom/voc/acc pl συμποσιακά̱ , συμποσιακός of fem nom/voc/acc dual συμποσιακά̱ , συμποσιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακῶν — συμποσιακός of fem gen pl συμποσιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακόν — συμποσιακός of masc acc sg συμποσιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακαί — συμποσιακός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακοῖς — συμποσιακός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακοί — συμποσιακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακούς — συμποσιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακῆς — συμποσιακός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακή — συμποσιακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»